- αἴγοτριψ
- αἴγο-τριψ, ἱβος, ὁ, ἡ, (τρίβὠA trodden by goats,
ἀτραποί D.H.20.11
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀτραποί D.H.20.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιγότριψ — αἰγότριψ ( ιβος), ο, η (Α) αυτός που έχει πατηθεί από κατσίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. αἴξ γὸς + τριψ < τρίβω] … Dictionary of Greek